χυτήριο

χυτήριο
Εγκατάσταση όπου πραγματοποιείται τήξη των μετάλλων, τα οποία, με τις κατάλληλες ενέργειες, μεταβάλλονται σε χυτά μηχανικά τεμάχια διαφόρων σχημάτων. Οι μέθοδοι χύτευσης, γνωστές ήδη από την αρχαιότητα, είχαν μεγάλη ανάπτυξη κατά την Αναγέννηση, κυρίως στον καλλιτεχνικό τομέα, με τη διάδοση των αγαλμάτων και των διακοσμητικών αντικειμένων. Όλα σχεδόν τα μέταλλα και τα κοινά κράματα είναι χυτεύσιμα, με μεγαλύτερη ή μικρότερη δυσκολία. Ο χάλυβας, ο χυτοσίδηρος και ο σίδηρος έχουν μάλλον υψηλές θερμοκρασίες τήξης (1300 - 1500°C)· τα κράματα του ορείχαλκου και ο χαλκός 900 έως 1400°C περίπου, ενώ το αλουμίνιο, το αντιμόνιο, ο μόλυβδος, ο κασσίτερος και ο ψευδάργυρος απαιτούν πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες (200-650°C). Η τήξη πραγματοποιείται σε καμίνους διαφόρων τύπων. Αφού λιώσει το μέταλλο, χύνεται, σε κατάσταση ρευστού, σε κατάλληλα καλούπια, μέσα στα οποία αφήνεται να κρυώσει για να αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα. Το χ. διαθέτει διαδοχικά τμήματα εργασίας, που πραγματοποιούν τις φάσεις αυτές. Xύτευση σίδηρου (από την κάμινο, που φαίνεται δεξιά) για τη δημιουργία ενός κομματιού μεγάλων διαστάσεων. Χυτήριο στο ανατολικό Λονδίνο που παράγει καμπάνες (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
μεταλλουργικό εργαστήριο ή τμήμα μεταλλουργικού εργοστασίου στο οποίο τήκονται μέταλλα ή κράματα μετάλλων και διαμορφώνονται με χύτευση σε έτοιμα ή ημιέτοιμα προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτήρ-ας (βλ. και -τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. χυτήριον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χυτήριο — το μεταλλουργείο όπου λιώνουν τα μέταλλα και τα χύνουν σε καλούπια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… …   Dictionary of Greek

  • γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειοχυτήριο — το, Ν χυτήριο στο οποίο κατασκευάζονται τα μεταλλικά τυπογραφικά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο + χυτήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ορειχαλκείο — το [ορειχαλκεύς] εργαστήριο κατασκευής ορειχάλκινων ειδών, χυτήριο ορειχάλκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”